- μεμόριον
- μεμόριον, τό, (Lat.A memoria) memorial chapel or shrine, BCH17.290, Ramsay Cities and Bishoprics 2.736 (iii/iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεμόριον — μεμόριον, τὸ (ΑM, Α και μεμόριν) μνημείο για την ανάμνηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τής ελλ. λ. μνημεῖον και τής λατ. λ. memoria «μνήμη» (πρβλ. λατ. memorium και λ. μνημούρι)] … Dictionary of Greek
μεμορίοις — μεμόριον memoria) memorial chapel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμορίῳ — μεμόριον memoria) memorial chapel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μημόριον — μημόριον, τὸ (Α) μεμόριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μεμόριον] … Dictionary of Greek
μεμορίτης — μεμορίτης, ὁ (Μ) [μεμόριον] αυτός που είχε τη φύλαξη ή τη φροντίδα τού μεμορίου … Dictionary of Greek
μεμοροφύλαξ — μεμοροφύλαξ, ὁ (ΑM) ο μεμορίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμόριον + φύλαξ] … Dictionary of Greek